- αβλέμονας
- ο1) глубокая вода (у берега); 2) перен. огромное количество;
τρώγω (πίνω) τον αβλέμονα — очень много есть (пить)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρώγω (πίνω) τον αβλέμονα — очень много есть (пить)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβλέμονας — ο 1. βαθιά θάλασσα κοντά στην ακτή: Εδώ η θάλασσα ήταν άπατη, σωστός αβλέμονας. 2. μεγάλη κατανάλωση φαγητού και πιοτού: Όταν ήταν καλεσμένος σε τραπέζι, έτρωγε κι έπινε τον αβλέμονα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβλέμονας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 62 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. * * * ο 1. όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλι 2. βαθιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμ., πιθ. από αρχικό ἀβλέμμων (βυθός) (= όπου δεν… … Dictionary of Greek
Kythira (Gemeinde) — Gemeinde Kythira Δήμος Κυθήρων … Deutsch Wikipedia
αυλέμονας — και αυλέμων, ο ο αβλέμονας … Dictionary of Greek